Στην Χαλκιδική ιδρύθηκε το 1999 το Κέντρο Βυζαντινού Πολιτισμού με την ονομασία “ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ” προς τιμή του ομώνυμου αυτοκράτορα του Βυζαντίου [527-565 μΧ], του οποίου το μεγάλο οικοδομικό – οχυρωματικό έργο σώζεται έως σήμερα στην ευρύτερη περιοχή – εκτείνεται από τον Θερμαϊκό κόλπο ως τον Τορωναίο κόλπο κατά μήκος της ανατολικής όχθης της διώρυγας της Νέας Ποτίδαιας. Το τείχος αυτό μνημονεύεται από τους ιστορικούς ότι κατασκευάστηκε από τον Ιουστινιανό για την προστασία της χερσονήσου της Κασσάνδρας από τις βαρβαρικές επιδρομές, και διατηρείται μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο τμήμα του {διακρίνεται ακόμη μέσα στην θάλασσα ο πύργος του Θερμαϊκου και του Τορωναίου]. Η ίδρυση του Κέντρου αυτού [βλ. Βιογραφικό Β 6, 7] έγινε μετά από έγκριση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) της σχετικής μελέτης που είχε συνταχθεί από τον γράφοντα και τους συνεργάτες του, και επικυρώθηκε με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού το 1999.
“ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ”
ΚΕΝΤΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Ένα από τα μεγάλα έργα της επιστημονικής και διοικητικής μου διαδρομής στο Υπουργείο Πολιτισμού [βλ. Βιογραφικό Β6 και Β7] υπήρξε η ίδρυση, η οργάνωση, και η λειτουργία του “ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ”, του Κέντρου Βυζαντινού Πολιτισμού Χαλκιδικής δίπλα στην πόλη των Νέων Μουδανιών, σε απόσταση περίπου 45 χιλιομέτρων από την Θεσσαλονίκη.

Η ιδέα της ίδρυσης ενός Κέντρου Βυζαντινού Πολιτισμού στην Χαλκιδική γεννήθηκε το 1999, δηλαδή μετά την Έκθεση των Θησαυρών του Αγίου Όρους στην Θεσσαλονίκη [(1997-1998), βλ. Βιογραφικό Β4] και την εορτή της Χιλιετηρίδας από την ίδρυση της Μονής Ξενοφώντος Αγίου Όρους (1998). Η εξαιρετικά μεγάλη προσέλευση επισκεπτών και στις δυο αυτές μεγάλες διοργανώσεις, στις οποίες η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αγίου Όρους και Χαλκιδικής είχε ουσιαστικό θεσμικό και λειτουργικό ρόλο, δημιούργησαν το κίνητρο για την προβολή και ανάδειξη των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν στις αποθήκες της Εφορείας, αλλά και του έργου που συντελείται καθημερινά από το επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό της.
Για την κάλυψη αυτής της ανάγκης, η Εφορεία άμεσα προχώρησε τότε, στην μεν Ουρανούπολη, που κατακλύζεται καλοκαίρι και χειμώνα από τους επισκέπτες του Αγίου Όρους, στην ολοκλήρωση της αναστήλωσης του Πύργου του Προσφορίου στο κέντρο του χωριού, αλλά και στην ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας στην γειτονική μονή του Ζυγού. Στον Πύργο εκτέθηκαν ευρήματα από τις ανασκαφές στην βόρεια Χαλκιδική, ενώ στην μονή Ζυγού αναστηλώθηκαν τα αναγκαία τμήματα του περιβόλου και του καθολικού της βυζαντινής μονής. Παράλληλα, δημιουργήθηκε η ασφαλής πρόσβαση και πορεία των επισκεπτών εντός της μονής, με κύριο βάρος στην ασφαλή θέαση των ψηφιδωτών του καθολικού που χρονολογούνται στον 11ο αιώνα και αποτελούν ένα υψηλό δείγμα ψηφιδωτής τέχνης αυτής της εποχής στην Χαλκιδική. Τα εισιτήρια εισόδου και στα δυο αυτά μνημεία λειτούργησαν επιτυχώς τα επόμενα χρόνια.

Ο περιορισμένος εκθεσιακός χώρος του πύργου της Ουρανούπολης αλλά και το γεγονός ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες της νότιας Χαλκιδικής δεν είναι εύκολο και δεν μετακινούνται στην περιοχή της Ουρανούπολης, δημιούργησαν την ανάγκη εξεύρεσης μιας λύσης. Και η ανάγκη έφερε την ιδέα, και η ιδέα κατέληξε στην πρόταση για σύσταση, δημιουργία και λειτουργία ενός μεγαλύτερης έκτασης Κέντρου Βυζαντινού Πολιτισμού στην περιοχή των Νέων Μουδανιών, περιοχή που αποτελεί και τον κόμβο της τουριστικής κίνησης προς την χερσόνησο της Σιθωνίας και της Κασσάνδρας.
Μετά τον εντοπισμό του κατάλληλου χώρου στη νότια Χαλκιδική, ακολούθησε η παρουσίαση της πρότασης στην Δημοτική Αρχή του Δήμου Νέων Μουδανιών, η οποία κατείχε το ακίνητο κτήμα, και είχε στην ευθύνη της το Παλιό Νοσοκομείο, μετόχι του Αγίου Παντελεήμονα. Η παρουσίαση της πρότασης έγινε, και η πρόταση για παραχώρηση της περιοχής στο Υπουργείο Πολιτισμού για την δημιουργία του Κέντρου Βυζαντινού Πολιτισμού Χαλκιδικής εγκρίθηκε με ισχυρή πλειοψηφία.

Ακολούθησε η υποβολή της πρότασης στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το οποίο και ενέκρινε την σχετική μελέτη, και αμέσως μετά, αρχές του 2000, άρχισε η καταγραφή των ερειπίων και η σύνταξη των μελετών για την αναστήλωση και επανάχρησή τους στα πλαίσια της λειτουργίας του Κέντρου Βυζαντινού Πολιτισμού Χαλκιδικής “ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ”.
Η επωνυμία “ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ” δόθηκε προς τιμήν του γνωστού αυτοκράτορα του Βυζαντίου και ιδρυτή της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως (6ος αιώνας), ο οποίος στην περιοχή δεν ίδρυσε μεν κάποιο αντίστοιχο ναό, εξ όσων γνωρίζουμε, αλλά ίδρυσε το Τείχος της Κασσανδρείας, το σημερινό τείχος της γειτονικής Ποτίδαιας.

Η σχετική μελέτη αναστήλωσης και ανάδειξης του Τείχους της Ποτίδαιας από την αρμόδια Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, προϋπολογισμού δέκα εκατομμυρίων ευρώ, μελέτη που υποβλήθηκε για έγκριση στο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων, επιβεβαίωσε την ιστορική πληροφορία και εδραίωσε την πεποίθηση ότι το Τείχος της Ποτίδαιας είναι ένα αυτοκρατορικό έργο του 6ου αιώνα, που διατηρείται ακόμη στη θέση του παρά την κακοποίησή του από τις πολεμικές περιπέτειες της περιοχής. .
Ένα νόμισμα του Ιουστινιανού το οποίο βρέθηκε στην ανασκαφή του μετοχίου, δηλαδή των εγκαταστάσεων του Κέντρου Βυζαντινού Πολιτισμού “ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ”, αποδεικνύει ότι ήδη από τον 6ο αιώνα, στο σημερινό μετόχι υπήρχαν εγκαταστάσεις που αναζητούνται ανασκαφικά κάτω από τις νεότερες κατασκευές.

Μετά την παραχώρηση του συγκροτήματος από την Δήμο Νέων Μουδανιών στο Υπουργείο Πολιτισμού (αρ. Απόφασης 359/1999 που επικυρώθηκε από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, αρ. Απόφασης 13152/24.12.1999) ξεκίνησε τόσο η σύνταξη των μελετών αναστήλωσης και επανάχρησης των ερειπίων, όσο και η οργάνωση των κατάλληλων συνεργείων για την υλοποίησή τους.
Παραπάνω παρουσιάζονται τα δύο ενημερωτικά φυλλάδια που εκδόθηκαν για τους επισκέπτες του “ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ” από τον γράφοντα και τους συνεργάτες του μετά την έναρξη λειτουργίας του Κέντρου “ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ” – ένα για το συνολικό έργο της δημιουργίας του Κέντρου και ένα για το έργο των συντηρήσεων, που πραγματοποιούνται από τους συντηρητές στα τρία εργαστήρια [1. κεραμικών, 2. φορητών εικόνων και 3. χειρογράφων] – σε άμεση αλλά ασφαλή οπτική επαφή των επισκεπτών με το έργο των συντηρήσεων.